άλυση

άλυση
η (Α άλυσις -εως)
η αλυσίδα
αρχ.
κρίκος αλυσιδωτής πανοπλίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με ρ. *wel(u)- «στρέφω, συστρέφω, κυλιώ», η οποία απαντά και στους τ. ἔλυτρον, εἰλύω, ἕλιξ, η δε δάσυνσή της δεν μπορεί να ερμηνευθεί με βεβαιότητα (πρβλ. και τον τ. ἕλιξ).
ΠΑΡ. αλυσιδωτός, αλύσιον
αρχ.
ἁλυσηδόν
νεοελλ.
αλυσία, αλυσίτης, άλυσος, αλυσώνω.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἁλυσίδετος
νεοελλ.
αλυσιόκρινος, αλυσοδένω, αλυσοδέσιμο, αλυσοδέσμιος, αλυσόδεσμος, αλυσοειδής, αλυσοπλεγμένος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αλυσίδα — Σύνολο από αλληλένδετους μεταλλικούς κρίκους, που σχηματίζουν ένα όργανο ανθεκτικό στην έλξη. Χρησιμοποιείται κυρίως για την ανύψωση φορτίων, για τη μετάδοση της κίνησης και για την αγκυροβόληση πλοίων. Οι κρίκοι μπορούν να κατασκευαστούν από… …   Dictionary of Greek

  • άλυσος — η και ο και άλυσο, η η αλυσίδα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθ. τής λ. άλυση*, πρβλ. κεφαλή κέφαλος, περιστέρι περίστερος] …   Dictionary of Greek

  • αλυσοδένω — 1. (και μτφ.) δεσμεύω, δένω με αλυσίδες 2. βάζω στα δεσμά, φυλακίζω 3. (μετοχή παθητικού παρακειμένου) αλυσοδεμένος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλυση + δένω. ΠΑΡ. νεοελλ. αλυσόδεμα, αλυσοδεμένος, αλυσοδέσιμο, αλυσόδετος] …   Dictionary of Greek

  • αλυσοδέσμιος — α, ο ο αλυσοδεμένος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλυση + δέσμιος] …   Dictionary of Greek

  • αλυσοειδής — ές ο όμοιος με αλυσίδα ως προς το σχήμα ή τον τρόπο συνδέσεως, αλυσιδωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλυση + ειδής < είδος] …   Dictionary of Greek

  • αλυσοπλεγμένος — και πλεμένος, η, ο ο αλυσιδοπλεγμένος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλυση + πλεγμένος, μτχ. τού ρήματος πλέκω] …   Dictionary of Greek

  • αλυσόκλειστος — η, ο ο κλεισμένος, ο περιφραγμένος με αλυσίδες, «αλυσόκλειστος λιμήν», λιμάνι που η είσοδός του φράζεται με αλυσίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλυση + κλειστός] …   Dictionary of Greek

  • αλυσώνω — 1. αλυσοδένω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλυση. ΠΑΡ. νεοελλ. αλυσωτός] …   Dictionary of Greek

  • σποροτρίχωση — η, Ν 1. ιατρ. νόσος η οποία προκαλείται από τον μύκητα Sporotrichum schenckii και χαρακτηρίζεται συνήθως από έλκος στη θέση τού ενοφθαλμισμού και από μια άλυση σκληρών ερυθρών πυορροούντων οζιδίων που εκτείνονται από τη θέση τού ενοφθαλμισμού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”